- γλείφω
- (Μ γλείφω)σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτινεοελλ.Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο»)2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν»)3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι μέριμνες τον νουν σου τόνε γλείφουν»)4. φρ. α) «γλείφω κάποιον» — κολακεύω με δουλοπρέπειαβ) «κάτι θα γλείψεις» — θα έχεις κάποια μικρή ωφέλεια5. (παροιμία) «όπου έφτυσε δεν γλείφει» — δεν πρέπει να κολακεύεις τώρα κάποιον που κακολόγησες πρινII. γλείφομαι1. γλείφω τα χείλη μου2. λιχουδεύομαι, επιθυμώ3. (μτχ. παρακμ.) γλειμμένος, -η, -οισχνός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. εκλείχω με ανομοιωτική τροπή τού -κ- σε -γ- (πρβλ. εκλιστρώ > γλιστρώ) και σίγηση τού αρχικού άτονου φωνήεντος ε- (πρβλ. εξυπνώ < ξυπνώ, εντρέπομαι < ντρέπομαι). Κατ' άλλους το γ- τού γλείφω προήλθε από ανάπτυξη ηχηρού φθόγγου (g) κατά τη συνεκφορά τών ν-λ (δηλ. γλείχω < *γκλείχω < (τό)ν -g-λείχω < τόν λείχω). Τέλος, το -φ- προήλθε πιθ. αναλογικά προς το αλείφω. Από την ετυμολογική προέλευση τής λέξης είναι φανερό πως η ορθή γραφή της είναι με -ει- γλείφω κι όχι με -υ- (γλύφω) όπως γραφόταν παλιότερα από παρετυμολογική σύνδεση προς το γλύφω, που όμως έχει διαφορετική σημασία («λαξεύω») και προέλευση].
Dictionary of Greek. 2013.